κακοστρατιά

κακοστρατιά
η (Μ κακοστρατιά)
κακή στράτα, δύσβατος δρόμος
νεοελλ.
μτφ. δύσκολη περίσταση, αδιέξοδο, δυσχερής θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + στράτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοστρατιά — η κακή στράτα, δύσβατος δρόμος: Μην ακολουθήσετε αυτή την κακοστρατιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”